εἰδοποιός — constituting a species masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδοποιός, -ός, -ό — 1. που χαρακτηρίζει το είδος. 2. (λογ.) ειδοποιός διαφορά, το χαρακτηριστικό γνώρισμα με το οποίο μια έννοια (είδος) διακρίνεται από την έννοια του γένους όπου υπάγεται: Η ροδακινιά είναι δέντρο οπωροφόρο (το γνώρισμα «οπωροφόρο» είναι η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰδοποιόν — εἰδοποιός constituting a species masc/fem acc sg εἰδοποιός constituting a species neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιοί — εἰδοποιός constituting a species masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιούς — εἰδοποιός constituting a species masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιά — εἰδοποιός constituting a species neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιῷ — εἰδοποιός constituting a species masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
αναμορφωτής — ο (Α ἀναμορφωτής) (Ν θηλ. ώτρια) αυτός που επιφέρει αναμόρφωση*, που αναμορφώνει αρχ. κατά τον Ησύχιο «ειδοποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον γιατρό και φιλόλογο Περ. Βέγια] … Dictionary of Greek
διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… … Dictionary of Greek